- ευκολοδιάβαστος
- η , ο[ν] удобочитаемый, разборчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκολοδιάβαστος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να τόν διαβάσει εύκολα, ο ευανάγνωστος, ο ευκρινής … Dictionary of Greek
ευανάγνωστος — η, ο (Α εὐανάγνωστος, ον) αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν) η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. επίρρ... ευαναγνώστως και ευανάγνωστα με… … Dictionary of Greek
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek